λαβρώνιον

λαβρώνιον
λαβρώνιον, τὸ, και λαβρώνιος, ὁ (AM)
είδος μεγάλου και πλατιού περσικού ποτηριού που είχε μεγάλες λαβές στολισμένες με ανάγλυφα ή και με πολύτιμους λίθους («ἔνδον ἔστ', ἄνδρες ποτηρίδια..., τραγέλαφοι, λαβρώνια», Μεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει συνδεθεί με την λ. λαβρότης, πιθ. όμως να είναι δάνειο από την Περσική].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λαβρώνιον — large wide cup neut nom/voc/acc sg λαβρώνιος large wide cup masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβρωνίου — λαβρώνιον large wide cup neut gen sg λαβρώνιος large wide cup masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβρώνια — λαβρώνιον large wide cup neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβρωνία — λαβρωνία, ἡ (AM) [λαβρώνιον] το λαβρώνιον* …   Dictionary of Greek

  • BATIACA — Graece Βατιάκη, item Βατιάκιον, inter pocula memoratur Diphilo et Philem oni apud Athen. l. 11. Ex aere Persico vel Indico fuit, de quo sic in Mirabilibus Philosophus: Φασὶ δὲ καὶ εν Ι᾿νδοῖς τὸν χαλκὸν οὕτως εἶναι λαμτρὸν καὶ καθαρὸν καὶ ἀνίωτον …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λαβρόιον — λαβρόϊον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λαβρώνιον» …   Dictionary of Greek

  • λαβρόνιον — λαβρόνιον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λαβρώνιον» …   Dictionary of Greek

  • λαβρώνιος — λαβρώνιος, ὁ (AM) βλ. λαβρώνιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”